δηλητήριον

δηλητήριον

δηλητήριον, τό, Gift, Plut. symp. 4, 1, 3. Von


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δηλητήριον — δηλητήριος noxious masc/fem acc sg δηλητήριος noxious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отрава — ОТРАВ|А (16), Ы с. 1.Отрава, яд; зелье: давъ. ѡтравѹ аще ѹморить волныи ѹбиица есть. КР 1284, 176а; и пакы ѥже творѧть жены многажды наслажени˫а ка˫а и свѹзы на свою любовь привести искѹшающе и въдающе тѣмъ отравы. таковыѥ погѹблѧють. (φορμακα)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδης — ες (AM δηλητηριώδης, ες) [δηλητήριον] αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριο («δηλητηριώδης όφις») 2. φρ. «δηλητηριώδεις …   Dictionary of Greek

  • ԴԵՂՈՏ — (ի, ից.) NBH 1 0609 Chronological Sequence: 11c ա.գ. δηλητήριον nocivum pharnacum Թունաւոր, վնասակար՝ իրք, եւ հանդէսք խաղուց. *Մի՛ ոք զանձն իւր դեղոտիւք այնոքիւք պղծեալ գայցէ. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԱՀԱՑՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0197 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. θανάσιμος, δηλητήριον letalis, mortifer, nocivus, laedens. Որպէս Մահածու, մահաբեր. մարարար, մահառիթ. *Մահացու դեղ, կամ դեղ մահացու. Մրկ. ՟Ժ՟Զ. 18 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”