- βαλλητύς
βαλλητύς, ύος, ἡ, ion., das Werfen, λιϑίνη, mit Steinen, Ath. IX, 406 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλλητύς, ύος, ἡ, ion., das Werfen, λιϑίνη, mit Steinen, Ath. IX, 406 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… … Dictionary of Greek
βαλλητύς — βαλλητύ̱ς , βαλλητύς throwing fem acc pl βαλλητύς throwing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλητύν — βαλλητύς throwing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek