- δολο-πλανής
δολο-πλανής, ές, durch Listen irreführend, täuschend; Nonn. D. 8, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολο-πλανής, ές, durch Listen irreführend, täuschend; Nonn. D. 8, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοπλανής — λαοπλανής, ές (Μ) αυτός που εξαπατά τον λαό, λαοπλάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλανής (< πλανῶ), πρβλ. δολο πλανής, νυκτο πλανής] … Dictionary of Greek
νοοπλανής — νοοπλανής, ές (Α) 1. φρενοβλαβής 2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο πλανής, ψυχο πλανής] … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek