δολο-πλόκος

δολο-πλόκος

δολο-πλόκος, Listen flechtend, Ränke spinnend, verschlagen; Ἀφροδίτη Sappho 1, 2; p. bei Arist. Eth. 7, 7; Eros, Alph. 3 (Plan. 212); γέρων Tryph. 264.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλοπλόκος — καλοπλόκος, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που υφαίνει ή που πλέκει με επιμέλεια, με επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, λινο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • κεκρυφαλοπλόκος — κεκρυφαλοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει κεκρυφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρύφαλος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • οισυοπλόκος — οἰσυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει διάφορα αντικείμενα, όπως λ.χ. καλάθια, με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • ευθυπλοκία — εὐθυπλοκία, ἡ (Α) ευθύ πλέξιμο, ομαλή ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευθυπλόκος (ευθυ * + πλόκος < πλέκω) κατά τα δολο πλόκος > δολοπλοκία, στεφανη πλόκος > στεφανηπλοκία] …   Dictionary of Greek

  • ζωνιοπλόκος — ζωνιοπλόκος, ον (Μ) αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • καυνακοπλόκος — καυνακοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπλόκος — κοσμοπλόκος, ον (Α) αυτός που διευθύνει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • λινοπλόκος — λινοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • πτερόπλοκος — ον, Μ πλεγμένος με φτερά («πτερόπλοκος σκέπη τοῑς πετεινοῑς», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • σακκοπλόκος — ον, Α 1. αυτός που πλέκει, που υφαίνει σάκους 2. αυτός που πλέκει στραγγιστήρια ή λεπτά κόσκινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοπλόκος — ο / σκανδαλοπλόκος, ον, ΝΜ αυτός που μηχανεύεται σκάνδαλα, σκανδαλοποιός. επίρρ... σκανδαλοπλόκως ΝΜ στήνοντας παγίδες ή εφευρίσκοντας σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”