μαλθακία

μαλθακία

μαλθακία, ἡ, = μαλακία, poet. bei D. L. 2, 15; καὶ τρυφή, Plat. Rep. IX, 590 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλθακία — μαλθακίᾱ , μαλθακία fem nom/voc/acc dual μαλθακίᾱ , μαλθακία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακία — μαλθακία, ἡ (Α) [μαλθακός] μαλθακότητα, τρυφηλότητα …   Dictionary of Greek

  • μαλθακίαν — μαλθακίᾱν , μαλθακία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακίῃ — μαλθακία fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • μαλθακίηι — μαλθακίῃ , μαλθακία fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”