- μαλθακεύομαι
μαλθακεύομαι, weichlich sein, Schol. Ar. Plut. 325.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθακεύομαι, weichlich sein, Schol. Ar. Plut. 325.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθακεύομαι — (Α) [μαλθακός] είμαι μαλθακός, είμαι άτολμος … Dictionary of Greek
μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… … Dictionary of Greek