- μαλθακότης
μαλθακότης, ητος, ἡ, = μαλακότης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθακότης, ητος, ἡ, = μαλακότης, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθακότης — Aër. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακότητα — μαλθακότης Aër. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακότητι — μαλθακότης Aër. fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακότητος — μαλθακότης Aër. fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλθακότητα — η (Α μαλθακότης, ητος) [μαλθακός] μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα νεοελλ. εκθήλυνση, θηλυπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ μαλθακότης τοῡ ἐδάφους» η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος … Dictionary of Greek