- μαλθακτήριος
μαλθακτήριος, = μαλακτικός, erweichend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθακτήριος, = μαλακτικός, erweichend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλθακτήριος — μαλθακτήριος, ία, ον (Α) [μαλθάσσω] το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλθακτήριον μαλακτικό φάρμακο … Dictionary of Greek