- δολιό-φρων
δολιό-φρων, ονος, listiges Sinnes; ποινά Aesch. Ch. 935; Κύπρις Eur. I. A. 1301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολιό-φρων, ονος, listiges Sinnes; ποινά Aesch. Ch. 935; Κύπρις Eur. I. A. 1301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακόφρων — μαλακόφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) μειλίχιος, αβρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φρήν, φρενός (πρβλ. δολιό φρων, σκληρό φρων)] … Dictionary of Greek