- δολιχο-δρόμος
δολιχο-δρόμος, den Dolichos laufend: Plat. Prot. 835 e; Xen. Symp. 2, 17 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολιχο-δρόμος, den Dolichos laufend: Plat. Prot. 835 e; Xen. Symp. 2, 17 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινοδρομώ — κοινοδρομῶ, έω (Α) τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δρομῶ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο δρομώ, ισο δρομώ] … Dictionary of Greek