- δολιχ-ούατος
δολιχ-ούατος, langohrig, Opp. Cyn. 3, 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολιχ-ούατος, langohrig, Opp. Cyn. 3, 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] … Dictionary of Greek