δολιχ-εγχής

δολιχ-εγχής

δολιχ-εγχής, ές, mit langer Lanze, Homer einmal, Iliad. 21, 155 Παίονας ἄνδρας δολιχεγχέας, vgl. Scholl. Herodian.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κελαινεγχής — κελαινεγχής, ές (Α) (ως επίθ. τού Αρη) αυτός που έχει δόρυ μαύρο από το αίμα, αυτός που έχει ματωμένο δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + εγχής < ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. δολιχ εγχής, κεραυν εγχής] …   Dictionary of Greek

  • μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”