- δολιχ-αύχην
δολιχ-αύχην, ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολιχ-αύχην, ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλαύχην — μεγαλαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. δολιχ αύχην, μακρ αύχην)] … Dictionary of Greek