- δολιχόεις
δολιχόεις, εσσα, εν, p. = δολιχός; nur δουλιχόεις, Leon. Tar. 24 (VI, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δολιχόεις, εσσα, εν, p. = δολιχός; nur δουλιχόεις, Leon. Tar. 24 (VI, 4).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλιχόεντα — δολιχόεις neut nom/voc/acc pl (ionic) δολιχόεις masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek