- δηξί-θῡμος
δηξί-θῡμος, herznagend, ἔρωτος ἄνϑος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δηξί-θῡμος, herznagend, ἔρωτος ἄνϑος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερψίθυμος — η, ο / τερψίθυμος, ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, ον, Μ αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί θυμος)] … Dictionary of Greek
δηξίθυμος — δηξίθυμος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι < (μέλλ.) δήξομαι τού δάκνω* + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα τής αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α συνθετικό… … Dictionary of Greek