δημίζω

δημίζω

δημίζω, es mit dem Volke halten, auch = es betrügen, Ar. Vesp. 699.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δημίζω — (Α) [δήμος] επιδεικνύομαι ως φίλος τού δήμου, τού λαού …   Dictionary of Greek

  • δημιζόντων — δημίζω pose as friend of the people pres part act masc/neut gen pl δημίζω pose as friend of the people pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”