- δοξο-λόγος
δοξο-λόγος, rühmend, Sp., wie Clem. AI.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξο-λόγος, rühmend, Sp., wie Clem. AI.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηρωολογώ — ἡρωολογῶ, έω (Α) διηγούμαι περί ηρώων, μιλώ για ήρωες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + λογώ (< λογος < λόγος), πρβλ. δοξο λογώ, υμνο λογώ] … Dictionary of Greek
κρισιολογία — κρισιολογία, ἡ (Α) δικαστική διαδικασία, δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσις + λογία (< λογῶ < λόγος < λέγω), πρβλ. γνωμο λογία, δοξο λογία] … Dictionary of Greek