- δημο-κηδής
δημο-κηδής, ές, fürs Volk sorgend, publicola, Plut. Publ. 10; Dion. Hal. 5, 19; Strab. XIV, 652.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημο-κηδής, ές, fürs Volk sorgend, publicola, Plut. Publ. 10; Dion. Hal. 5, 19; Strab. XIV, 652.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενοκηδής — ές, Α αυτός που λυπεί το πνεύμα, την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κηδής (κῆδος), πρβλ. δημο κηδής, φιλο κηδής] … Dictionary of Greek
ξενοκαδής — ξενοκαδής, ές (Α) αυτός που φροντίζει τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κᾱδής, δωρ. τ. τού κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. δημο κηδής] … Dictionary of Greek
φιλοκηδής — ές, Α αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα»), πρβλ. δημο κηδής] … Dictionary of Greek