φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… … Dictionary of Greek
τοπηγορία — ἡ, Α συζήτηση για κοινό τόπο, για κοινοτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία, με έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ., όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος και ηγορία, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ.… … Dictionary of Greek
μυστηγορία — μυστηγορία, ἡ (Α) ομιλία μυστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηγορία (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τὴς «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
συκηγορία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ψευδής κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το ητού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης] … Dictionary of Greek