- δημο-κρατία
δημο-κρατία, ἡ, Volksherrschaft, Demokratie, Thuc. 2, 37 u. sonst; vgl. bes. 6, 89. u. Arist. Pol. 3, 8. 6, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημο-κρατία, ἡ, Volksherrschaft, Demokratie, Thuc. 2, 37 u. sonst; vgl. bes. 6, 89. u. Arist. Pol. 3, 8. 6, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηθικοκρατία — η το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο η ηθικότητα αποτελεί την ύψιστη αξία που καθορίζει το νόημα τού ανθρώπινου βίου και τού κόσμου γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + κρατία (< κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
θανατοκρατία — η η θεωρία τού Χαίκελ κατά την οποία μετά τον θάνατο εξαφανίζονται όχι μόνο οι ζωικές λειτουργίες και ιδιότητες αλλά και η λεγομένη ψυχή τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
θεατροκρατία — θεατροκρατία, ἡ (Α) το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κρατία < κρατής < κράτος, πρβλ. δημο κρατία. λαο κρατία] … Dictionary of Greek
ιπποκρατία — ιπποκρατία, ἡ (Α) επικράτηση τού ιππικού, νίκη τού ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
ιστοριοκρατία — η η αναγωγή όλων τών πολιτισμικών φαινομένων σε ιστορικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
οχλοκρατία — Πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο όχλος. Τον όρο χρησιμοποίησε κυρίως ο Αριστοτέλης, για να υποδηλώσει τις παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος σήμερα τείνει να πάψει να χρησιμοποιείται, μετά τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών… … Dictionary of Greek
πολιτειοκρατία — η, Ν διοικητικό σύστημα κατά το οποίο η Εκκλησία είναι υποταγμένη στην πολιτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτεία + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία] … Dictionary of Greek
τιμοκρατία — η, ΝΑ πολιτικό σύστημα τής αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση αρχ. το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κρατία… … Dictionary of Greek
τρομοκρατία — η, Ν 1. μέθοδος επικράτησης και επιβολής με την άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας 2. τρόπος διακυβέρνησης με την εφαρμογή βίαιων και σκληρών μέτρων 3. συστηματική χρήση τού εκφοβισμού και τής απρόβλεπτης βίας κατά κυβερνήσεων, κοινωνικών και… … Dictionary of Greek
τυποκρατία — η, Ν υπερτίμηση τών τύπων, τής μορφής, έναντι τής ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία] … Dictionary of Greek