βορός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 49 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. * * * βορός, ά, όν (Α) ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε βορος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
gʷer-1, gʷerǝ- — gʷer 1, gʷerǝ English meaning: to devour; throat Deutsche Übersetzung: “verschlingen, Schlund” Material: 1. O.Ind. giráti, giláti, gr̥ṇüti “devours” (Fut. gariṣyati, participle gīrṇ a “verschlungen”; gír (in compounds)… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ιοβόρος — ἰοβόρος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.) 2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός… … Dictionary of Greek
κουροβόρος — κουροβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, θυμο βόρος] … Dictionary of Greek
κρεοβόρος — κρεοβόρος, ὁ (Α) κρεατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
λιτοβόρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτελῶς τραφείς», αυτός που τρέφεται λιτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, δημο βόρος] … Dictionary of Greek
ξενοβόρος — ξενοβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
δημοβόρος — δημοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει ή σφετερίζεται όσα ανήκουν στον δήμο («δημοβόρε βασιλεῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + βορος < βορά] … Dictionary of Greek