δημο-βόρος

δημο-βόρος

δημο-βόρος, das Volk verschlingend, d. h. die Güter des Volkes (βορός, βορά, βιβρώσκω), Apoll. Lex. Homer. p. 58, 11 δημοβόρος· ὁ τὰ τοῦ δήμου κοινὰ κατεσϑίων; vgl. ϑυμοβόρος. Bei Homer δημοβόρος einmal, Iliad. 1, 231 wird Agamemnon von Achilleus δημοβόρος βασιλεύς genannt. Vgl. Iliad. 18, 301 καταδημοβορῆσαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βορός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 49 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. * * * βορός, ά, όν (Α) ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε βορος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • gʷer-1, gʷerǝ- —     gʷer 1, gʷerǝ     English meaning: to devour; throat     Deutsche Übersetzung: “verschlingen, Schlund”     Material: 1. O.Ind. giráti, giláti, gr̥ṇüti “devours” (Fut. gariṣyati, participle gīrṇ a “verschlungen”; gír (in compounds)… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ιοβόρος — ἰοβόρος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.) 2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός… …   Dictionary of Greek

  • κουροβόρος — κουροβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, θυμο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κρεοβόρος — κρεοβόρος, ὁ (Α) κρεατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • λιτοβόρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτελῶς τραφείς», αυτός που τρέφεται λιτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, δημο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • ξενοβόρος — ξενοβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, κρεο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • δημοβόρος — δημοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει ή σφετερίζεται όσα ανήκουν στον δήμο («δημοβόρε βασιλεῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + βορος < βορά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”