- δημο-φάγος
δημο-φάγος, = δημο-βόρος, Theogn. 1181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημο-φάγος, = δημο-βόρος, Theogn. 1181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαμβοφάγος — ιαμβοφάγος, ὁ (Α) ο ιαμβειοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο φάγος, ολιγο φάγος] … Dictionary of Greek