- βαλανίτης
βαλανίτης, ὁ, eichelartig, -förmig, λίϑοι, eine Art Edelsteine, bei Plin. H. N. 37. 55; – βίος Eust. ad Od. 19, 166; – = βαλανείτης Pol. 30, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανίτης, ὁ, eichelartig, -förmig, λίϑοι, eine Art Edelsteine, bei Plin. H. N. 37. 55; – βίος Eust. ad Od. 19, 166; – = βαλανείτης Pol. 30, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανίτης — (balanites). Γένος θαμνωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των ζυγοφυλλιδών, ιθαγενών των τροπικών περιοχών της Αφρικής και της Ασίας. Στο γένος ανήκουν περίπου 20 πολυετή και αείφυλλα φυτά, που έχουν πτεροειδή, επαλλάσσοντα φύλλα και άνθη με … Dictionary of Greek
βαλανίτην — βαλανίτης acorn shaped masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανίτῃ — βαλανίτης acorn shaped masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)