βαλανη-φάγος

βαλανη-φάγος

βαλανη-φάγος, Eicheln essend, Arkader, Orak. bei Her. 1, 66; Plut. Cor. 3 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιναρηφάγος — κιναρηφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + φάγος (< φαγεῖν, απρμφ. αορ). β τού ἐσθίω) το η αντί ο για να αποφευχθούν οι τρεις βραχείες συλλαβές (πρβλ. βαλανη φάγος, καλαμη φάγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”