δονακῖτις, ιδος; ψήκτρα, von Rohr, Phani. 6 (VI, 307).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δονακῖτις — of reed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δονακῖτιν — δονακῖτις of reed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)