δονακών

δονακών

δονακών, ῶνος, ὁ, Rohrgebüsch, Paus. 9, 31, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δονακών — a thicket of reeds masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δονακών — a thicket of reeds masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δονακών — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στις Θεσπιές. Είναι γνωστή κυρίως από την Κρήνη της Νύμφης που βρισκόταν κοντά της, όπου, κατά τη μυθολογία, πνίγηκε ο Νάρκισσος. * * * δονακών, ο (Α) τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας …   Dictionary of Greek

  • δονάκων — δόναξ shaken with the wind ) masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δονακῶνος — Δονακών a thicket of reeds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δονακῶνος — δονακών a thicket of reeds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORGANICA — Musices illa pars est, quae Instrumentis peragitur, quô Musices genere qui defungirur, psallere dicitur. Nempe ore quidem canimus, fidibus vel alio Organo psallimus. Cicero Invectivâ in Catilin. 2. Pueri tam delicati non solum amare et amari,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δονακεύς — δονακεύς, ο (Α) 1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας 2. δόναξ, καλάμι 3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”