- βαλανείτης
βαλανείτης, ὁ, = βαλανεύς, VLL.; em. für βαλανίτης Pol. 30, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανείτης, ὁ, = βαλανεύς, VLL.; em. für βαλανίτης Pol. 30, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλανείτης — βαλανείτης, ο (Α) ο βαλανεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον ή βαλανεύς] … Dictionary of Greek
βαλανείτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανείτην — βαλανείτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)