βαλανεύω — (Α) [βαλανεύς] 1. υπηρετώ, φροντίζω κάποιον στο λουτρό 2. φρ. «βαλανεύω τινὰ οἴνῳ» καταβρέχω κάποιον με κρασί … Dictionary of Greek
βαλανεύω — heat the bath pres subj act 1st sg βαλανεύω heat the bath pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύσει — βαλανεύω heat the bath aor subj act 3rd sg (epic) βαλανεύω heat the bath fut ind mid 2nd sg βαλανεύω heat the bath fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύσω — βαλανεύω heat the bath aor subj act 1st sg βαλανεύω heat the bath fut ind act 1st sg βαλανεύω heat the bath aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύει — βαλανεύω heat the bath pres ind mp 2nd sg βαλανεύω heat the bath pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύειν — βαλανεύω heat the bath pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύεται — βαλανεύω heat the bath pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύσασθαι — βαλανεύω heat the bath aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύσοντας — βαλανεύω heat the bath fut part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανεύσηι — βαλανεύσῃ , βαλανεύω heat the bath aor subj mid 2nd sg βαλανεύσῃ , βαλανεύω heat the bath aor subj act 3rd sg βαλανεύσῃ , βαλανεύω heat the bath fut ind mid 2nd sg βαλανεύσῃ , βαλανόω fasten with a pres part act fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανευτής — βαλανευτής, ο (Α) [βαλανεύω] ο βαλανεύς … Dictionary of Greek