- δημ-αγωγία
δημ-αγωγία, ἡ, die Leitung des Volks, Ar. Equ. 191; bes. Lenkung des Volks durch verführerische Redekünste, Gewinnung der Volksgunst, Arist. pol. 5, 6; Pol. 2, 21. 38, g; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημ-αγωγία, ἡ, die Leitung des Volks, Ar. Equ. 191; bes. Lenkung des Volks durch verführerische Redekünste, Gewinnung der Volksgunst, Arist. pol. 5, 6; Pol. 2, 21. 38, g; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κτηναγωγία — κτηναγωγία, ἡ (Α) 1. άδεια χρησιμοποίησης κτηνών τού δημοσίου 2. (κατ άλλους) πιθ. η εξαγωγή κτηνών από μια χώρα σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, χειρ αγωγία] … Dictionary of Greek
φαλλαγωγία — ἡ, Α η περιαγωγή τού φαλλού κατά την διονυσιακή πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία] … Dictionary of Greek