μαλακία

μαλακία

μαλακία, , Weichheit, bes. Weichlichkeit, wie sie bes. den Persern von den Griechen vorgeworfen wird, Isocr. 4, 149, Μήδων, Xen. Cyr. 8, 8, 15, μαλακίᾳ ϑρυπτομένου, Conv. 8, 8; Plat. vrbdt μαλακία καὶ ἀργία, Rep. III, 398 e, καὶ ἡμερότης, ib. 410 d; διὰ μαλακίαν ψυχῆς, Gorg. 491 b; καὶ ῥᾳϑυμία, Is. 10, 11; καὶ ἀταξίη, Her. 6, 11; der καρτερία entgegengesetzt, Mangel an Thatkraft, an kräftigen Entschlüssen, Schlaffheit im Handeln, Xen. Ages. 5, 2, wie auch Thuc. 1, 122 ἀξυνεσία, μαλακία, ἀμέλεια als Fehler der Bürger zusammenstellt; Arist. eth. 3, 7 erkl. es als τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα; ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστι 7, 7. Von körperlicher Schwachheit, Her. v. Hom. 36. – Bei Isae. 8, 36 παράγων ἄνδρα ϑεραπείαις καὶ μαλακίαις hat Bekker κολακείαις aufgenommen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλακία — μαλακίᾱ , μαλακία softness fem nom/voc/acc dual μαλακίᾱ , μαλακία softness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱ , μαλακιάω become soft pres imperat act 2nd sg μαλακίᾱ , μαλακιάω become soft imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάκια — cephalopod mollusca neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακίᾳ — μαλακίαι , μαλακία softness fem nom/voc pl μαλακίᾱͅ , μαλακία softness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — τα (ζωολ.), υδρόβια πρωτόζωα που έχουν σώμα μαλακό χωρίς σκελετό και αρθρώσεις και ορισμένα έχουν κέλυφος (μύδια, σουπιές, καλαμάρια κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλακία — η 1. ο αυνανισμός. 2. μαλθακότητα, πνευματική αδυναμία, ηλιθιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερατο(ειδο)μαλακία — η ιατρ. μαλάκυνση τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratomalacia < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + malacia (πρβλ. μαλακία] …   Dictionary of Greek

  • μαλακίας — μαλακίᾱς , μαλακία softness fem acc pl μαλακίᾱς , μαλακία softness fem gen sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱς , μαλακιάω become soft imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακίαν — μαλακίᾱν , μαλακία softness fem acc sg (attic doric aeolic) μαλακίᾱν , μαλακιάω become soft imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μαλακίᾱν , μαλακιάω become soft imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακίαι — μαλακία softness fem nom/voc pl μαλακίᾱͅ , μαλακία softness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”