- παρ-αύξη
παρ-αύξη, ἡ, = παραύξησις, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αύξη, ἡ, = παραύξησις, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
παραύξη — η, Α αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αύξη «αύξηση»] … Dictionary of Greek