- μαλακευτικός
μαλακευτικός, erweichend, liudernd, Schol. Il. 1, 582 (von μαλακεύω, erweichen).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακευτικός, erweichend, liudernd, Schol. Il. 1, 582 (von μαλακεύω, erweichen).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακεντικός — μαλακευτικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να μαλακώνει, να καταπραΰνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακεύω < μαλακός] … Dictionary of Greek
μαλακευτικοῖς — μαλακευτικός softening masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)