μαλακύνω — (Α μαλακύνω) [μαλακός] 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι αρχ. 1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ) 2. παθ. μαλακύνομαι γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ… … Dictionary of Greek
μαλακῦναι — μαλακύνω soften aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακύνει — μαλακύ̱νει , μαλακύνομαι pres ind mp 2nd sg μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften aor subj act 3rd sg (epic) μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften pres ind mp 2nd sg μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακύνουσιν — μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften aor subj act 3rd pl (epic) μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακυνόμενον — μαλακῡνόμενον , μαλακύνομαι pres part mp masc acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνω soften pres part mp masc acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνω soften pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακύνεται — μαλακύ̱νεται , μαλακύνομαι aor subj mp 3rd sg (epic) μαλακύ̱νεται , μαλακύνομαι pres ind mp 3rd sg μαλακύ̱νεται , μαλακύνω soften aor subj mid 3rd sg (epic) μαλακύ̱νεται , μαλακύνω soften pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακύνηται — μαλακύ̱νηται , μαλακύνομαι aor subj mp 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνομαι pres subj mp 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνω soften aor subj mid 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνω soften pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαλάκυνε — ἐμαλάκῡνε , μαλακύνω soften aor ind act 3rd sg ἐμαλάκῡνε , μαλακύνω soften imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμαλάκυνεν — ἐμαλάκῡνεν , μαλακύνω soften aor ind act 3rd sg ἐμαλάκῡνεν , μαλακύνω soften imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκυνση — η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω] το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα νεοελλ. 1. εκθήλυνση 2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την… … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek