μαλακύνω

μαλακύνω

μαλακύνω, weichmachen, erweichen, = μαλάσσω, Hippocr.; verweichlichen, Muson. bei Stob. fl. 1, 84; – ἤν τις μαλάκυνηται, wenn man saumselig ist, zurückbleibt, Xen. Cyr. 3, 2, 5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο D. Sic. 17, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλακύνω — (Α μαλακύνω) [μαλακός] 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι αρχ. 1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ) 2. παθ. μαλακύνομαι γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ… …   Dictionary of Greek

  • μαλακῦναι — μαλακύνω soften aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνει — μαλακύ̱νει , μαλακύνομαι pres ind mp 2nd sg μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften aor subj act 3rd sg (epic) μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften pres ind mp 2nd sg μαλακύ̱νει , μαλακύνω soften pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνουσιν — μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften aor subj act 3rd pl (epic) μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαλακύ̱νουσιν , μαλακύνω soften pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακυνόμενον — μαλακῡνόμενον , μαλακύνομαι pres part mp masc acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνω soften pres part mp masc acc sg μαλακῡνόμενον , μαλακύνω soften pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνεται — μαλακύ̱νεται , μαλακύνομαι aor subj mp 3rd sg (epic) μαλακύ̱νεται , μαλακύνομαι pres ind mp 3rd sg μαλακύ̱νεται , μαλακύνω soften aor subj mid 3rd sg (epic) μαλακύ̱νεται , μαλακύνω soften pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακύνηται — μαλακύ̱νηται , μαλακύνομαι aor subj mp 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνομαι pres subj mp 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνω soften aor subj mid 3rd sg μαλακύ̱νηται , μαλακύνω soften pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαλάκυνε — ἐμαλάκῡνε , μαλακύνω soften aor ind act 3rd sg ἐμαλάκῡνε , μαλακύνω soften imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαλάκυνεν — ἐμαλάκῡνεν , μαλακύνω soften aor ind act 3rd sg ἐμαλάκῡνεν , μαλακύνω soften imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάκυνση — η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω] το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα νεοελλ. 1. εκθήλυνση 2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την… …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”