- μαλακό-θριξ
μαλακό-θριξ -τριχος, weichhaarig, Arist. gen. an. 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλακό-θριξ -τριχος, weichhaarig, Arist. gen. an. 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίτριχος — η, ο (Α καλλίτριχος, ον) αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα αρχ. 1. αυτός που συντελεί στην αύξηση τών τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλίτριχον το φυτό αδίαντον. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τριχος (< θρίξ, τριχ ός), πρβλ. μαλακό τριχος,… … Dictionary of Greek