- παρ-αύχησις
παρ-αύχησις, ἡ, das Prahlen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αύχησις, ἡ, das Prahlen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… … Dictionary of Greek
παραύχησις — ήσεως, ἡ, Μ μάταιη, ανόητη καύχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὔχησις (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»)] … Dictionary of Greek