μαλακ-όστρακος

μαλακ-όστρακος

μαλακ-όστρακος, weichschaalig, Arist. part. anim. 2, 8 H. A. 1, 1, Ggstz von τραχυόστ., 4, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειόστρακος — λειόστρακος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακον είδος στρειδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] …   Dictionary of Greek

  • τραχυόστρακος — και τραχεόστρακος, ον, Α αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] …   Dictionary of Greek

  • σκληρόστρακος — ον, Α αυτός που έχει σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὄστρακον (πρβλ. μαλακ όστρακος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”