- δοκή
δοκή, ἡ, 1) = δόκησις, ὑπόνοια, Arcad. p. 106, 21, von Herm. Aesch. Ag. 421 für δόξαι geschrieben. – 2) = δοχή, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκή, ἡ, 1) = δόκησις, ὑπόνοια, Arcad. p. 106, 21, von Herm. Aesch. Ag. 421 für δόξαι geschrieben. – 2) = δοχή, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκή — δοκή, η (Α) [δοκώ] 1. δόκησις, όραμα, φαντασία 2. ενέδρα, παρατήρηση … Dictionary of Greek
δοκή — vision fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκῇ — δοκάζω wait for fut ind mid 2nd sg (doric) δοκάζω wait for fut ind act 3rd sg (doric) δοκέω expect pres subj mp 2nd sg δοκέω expect pres ind mp 2nd sg δοκέω expect pres subj act 3rd sg δοκῆι , δοκεύς masc dat sg (epic ionic) δοκή vision fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκῆ — δοκεύς masc nom/voc/acc dual δοκεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκῆι — δοκῇ , δοκάζω wait for fut ind mid 2nd sg (doric) δοκῇ , δοκάζω wait for fut ind act 3rd sg (doric) δοκῇ , δοκέω expect pres subj mp 2nd sg δοκῇ , δοκέω expect pres ind mp 2nd sg δοκῇ , δοκέω expect pres subj act 3rd sg δοκεύς masc dat sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκήν — δοκή vision fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] … Dictionary of Greek
ζυγοδόκη — η ναυτ. εσωτερική ζώστρα τού πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα ζυγά, κν. κάτω κουρζέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + δοκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη, οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ιοδόκη — ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α) θήκη βελών, φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] … Dictionary of Greek
ιστοδόκη — η (Α ἱστοδόκη) διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη τού πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός νεοελλ. η ιστοπέδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη κυμο δόκη] … Dictionary of Greek
καπνοδόκη — ἡ (Α καπνοδόκη) νεοελλ. η καπνοδόχος* αρχ. οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] … Dictionary of Greek