δοκίδιον, τό, dim. von δοκός, Harpocr. v. στρωτήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκίδιον — δοκίδιον, το (Α) [δοκός] μικρή δοκός … Dictionary of Greek
δοκίδια — δοκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)