- δοκίς
δοκίς, ίδος, ἡ, dim. von δοκός, Hippocr. u. A.; dah. Stäbchen, Ruthe, Xen. Cyn. 9, 15; Poll. 10, 157 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκίς, ίδος, ἡ, dim. von δοκός, Hippocr. u. A.; dah. Stäbchen, Ruthe, Xen. Cyn. 9, 15; Poll. 10, 157 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκίς — plank fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίδα — δοκίς plank fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίδας — δοκίς plank fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίδες — δοκίς plank fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίδι — δοκίς plank fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίδος — δοκίς plank fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίδων — δοκίς plank fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίσι — δοκίς plank fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίσιν — δοκίς plank fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοκίδα — η (Α διαδοκίς) [δοκίς] η πλάγια δοκός στην οποία στηρίζονται οι άλλες, η τραβέρσα … Dictionary of Greek
δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς … Dictionary of Greek