- δοκησί-σοφος
δοκησί-σοφος, sich weise dünkend, Ar. Pax 44 u. Sp., wie Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκησί-σοφος, sich weise dünkend, Ar. Pax 44 u. Sp., wie Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιησίσοφος — οἰησίσοφος, ον (ΑΜ) αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησί σοφος)] … Dictionary of Greek