- δογματίας
δογματίας, ὁ, der voll von Lehrsätzen u. Sentenzen ist, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δογματίας, ὁ, der voll von Lehrsätzen u. Sentenzen ist, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δογματίας — δογματίᾱς , δογματίας sententious person masc acc pl δογματίᾱς , δογματίας sententious person masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνώμων — ον, Α 1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετός («πολυγνώμων μᾱλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικός («δογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώμων (< θ. γνω τού… … Dictionary of Greek