βαλιός — βαλιός, ά, όν (Α) 1. παρδαλός, με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος 2. γρήγορος 3. (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) Βαλίος, ο το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από γλώσσα όπου το αρχικό bh… … Dictionary of Greek
βαλιός — spotted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαλίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάλιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλιά — βαλιός spotted neut nom/voc/acc pl βαλιά̱ , βαλιός spotted fem nom/voc/acc dual βαλιά̱ , βαλιός spotted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαλίων — Βάλιος fem gen pl Βάλιος masc/neut gen pl Βαλίος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλιῶν — βαλιός spotted fem gen pl βαλιός spotted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλιόν — βαλιός spotted masc acc sg βαλιός spotted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαλίοισιν — Βάλιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Βαλίος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαλίου — Βάλιος masc/neut gen sg Βαλίος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)