- μνημόνευμα
μνημόνευμα, τό, Erinnerung an Etwas; Arist. rhet. 1, 3; Luc. salt. 44 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνημόνευμα, τό, Erinnerung an Etwas; Arist. rhet. 1, 3; Luc. salt. 44 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνημόνευμα — memory sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημόνευμα — και μνημόνεμα, το (ΑΜ μνημόνευμα) [μνημονεύω] πράγμα ή γεγονός το οποίο πρέπει να θυμάται κανείς, αξιομνημόνευτη πράξη νεοελλ. 1. ανάμνηση, ενθύμηση 2. ιερατική ευχή υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως νεκρών μσν. αρχ. καθετί για το οποίο… … Dictionary of Greek
μνημονευμάτων — μνημόνευμα memory sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημονεύματα — μνημόνευμα memory sign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)