- δημό-κραντος
δημό-κραντος, ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημό-κραντος, ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκραντος — θεόκραντος, ον (Α) αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
πολεμόκραντος — ον, Α αυτός που τερματίζει τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό κραντος] … Dictionary of Greek