δημό-φαντος

δημό-φαντος

δημό-φαντος, dasselbe, Hesych., = δημόσιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ονειρόφαντος — ονειρόφαντος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, σε όνειρο 2. αυτός που είναι όμοιος με όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φαντος (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. δημό φαντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”