- δημότις
δημότις, ιδος, ἡ, fem. zu δημότης, 1) Ggstz βασίλισσα, Pol. 23, 18. – 2) Gaugenossin, Ar. Lys. 332; übh. Landsmännin, Theocr. 28, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημότις, ιδος, ἡ, fem. zu δημότης, 1) Ggstz βασίλισσα, Pol. 23, 18. – 2) Gaugenossin, Ar. Lys. 332; übh. Landsmännin, Theocr. 28, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημότις — δημότης one of the people fem nom sg δημότις one of the people fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημότης — ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας) αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του μσν. μέλος φατρίας ιπποδρόμου αρχ. 1. άνθρωπος τού δήμου, τού λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες… … Dictionary of Greek
δημότιδες — δημότης one of the people fem nom/voc pl δημότις one of the people fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημότιδι — δημότης one of the people fem dat sg δημότις one of the people fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημότιδος — δημότης one of the people fem gen sg δημότις one of the people fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημότιν — δημότης one of the people fem acc sg δημότις one of the people fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημότισιν — δημότης one of the people fem dat pl δημότις one of the people fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)