βαθμός

βαθμός

βαθμός, , 1) Stufe, Tritt, Schwelle, Soph. frg. 708; bes. Sp., z. B. Plut. Rom. 20. – 2) Ehrenstufen, K. S. – 3) Schritt, Gang, Dio Chr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαθμός — step masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… …   Dictionary of Greek

  • βαθμός — ο 1. καθεμιά υποδιαίρεση στην κλίμακα διάφορων επιστημονικών οργάνων: Το χειμώνα το θερμόμετρο δείχνει έως δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν σ’ αυτήν την περιοχή. 2. θέση σε ένα σύστημα αξιωμάτων ή σε μια ιεραρχία: Ο βαθμός του στρατηγού είναι ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • αφιερωμένοι — Βαθμός στην οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Ο βαθμός αυτός καθιερώθηκε από την Ανωτάτη Αρχή της Εταιρείας γιατί θεωρήθηκε σκόπιμο, από τη μια μεριά, να τιμηθούν ορισμένα μέλη της και, από την άλλη, να δοθεί σε αυτά το ηθικό κίνητρο, για να… …   Dictionary of Greek

  • βαθμοῖν — βαθμός step masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῖο — βαθμός step masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῖς — βαθμός step masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῖσιν — βαθμός step masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοί — βαθμός step masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμοῦ — βαθμός step masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”