βαλαρός, ὁ, der Verbannte, bei den Cyrniern, nach Paus. 10, 17, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλαροί — βαλαρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλαρούς — βαλαρός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλαρόν — βαλαρός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)