- βαθύ-βουλος
βαθύ-βουλος, φροντίς, von tiefer Einsicht, Aesch. Pers. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-βουλος, φροντίς, von tiefer Einsicht, Aesch. Pers. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινόβουλος — κοινόβουλος, ὁ (Α) 1. σύμβουλος 2. μέλος τής τοπικής συγκλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλος (< βουλή), πρβλ. βαθύ βουλος, πολύ βουλος] … Dictionary of Greek