βαθύ-κολπος

βαθύ-κολπος

βαθύ-κολπος, 1) tiefbusig, mit Gewändern, die tiefe Falten werfen, vgl. βαϑύζωνος; bei Hom. nur von den Troischen Frauen, Iliad. 18, 122 Τρωιάδων καὶ Δαρδανίδων βαϑυκόλπων, 18, 339 Τρωαὶ καὶ Δαρδανίδες βαϑύκολποι, 24, 215 Τρωιάδων βαϑυκόλπων; außerdem las Zenodot Iliad. 2, 484 μοῠσαι Ὀλυμπιάδες βαϑύκολποι statt μοῠσαι Ὀλύμπια δώματ' ἔχουσαι; Scholl. Aristonic. zu der Stelle ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ὀλυμπιάδες βαϑύκολποι. οὐδέποτε δὲ τὰς Ἑλληνίδας γυναῖκας βαϑυκόλπους εἴρηκεν, ὥστε οὐδὲ τὰς Μούσας; vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 18, 339. 24, 215, Lehrs Aristarch. p. 119. Die Folgenden beachten den Homerischen Gebrauch nicht: Νύμφαι βαϑύκολποι Hymn. Vener. 258; Μοῦσαι Pind. P. 1, 12 u. sp. D.; Aesch. στήϑεα, vollbusig, Spt. 846, wie Einige auch die hom. Stellen erkl. – 2) γᾶ Pind. P. 9, 105, tiefe Busen, Thäler habend; so auch Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκολπος — μεγαλόκολπος, ον (Α) αυτός τού οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κόλπος (πρβλ. βαθύ κολπος, ευρύ κολπος)] …   Dictionary of Greek

  • μελάγκολπος — και μελανόκολπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό κολπος, βαθύ κολπος)] …   Dictionary of Greek

  • πρόκολπος — ον, Α (σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόλπος (πρβλ. ά κολπος, βαθύ κολπος)] …   Dictionary of Greek

  • ροδόκολπος — ον, Α αυτός που έχει ροδόχρωμο στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κόλπος (πρβλ. βαθύ κολπος)] …   Dictionary of Greek

  • Ιθάκη — Νησί (96,22 τ. χλμ., 3.084 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, απέναντι από τη βόρεια χερσόνησο της Κεφαλονιάς, με την oποία έχει παράλληλη (Ν ΝΑ) κατεύθυνση. Τα δύο νησιά χωρίζονται από το στενό της Ι. (πλάτους 2,5 χλμ. στο βόρειο τμήμα και 5 χλμ. στο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Samos — Gemeinde Samos Δήμος Σάμου …   Deutsch Wikipedia

  • Samos (Vathy) — Samos Σάμoς DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”